Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Ίωνας Δραγούμης • Σαμοθράκη • Το Νησί

ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ
Σ' αυτό το μέρος της Άσπρης Θάλασσας, που είναι το νησί, όλοι οι άνεμοι μαζώνονται και σαρώνουν τη θάλασσα και το αέρα. Βοριάδες, νοτιές, δυτικοί και ανατολικοί φυσομανούν λυσσασμένοι και στριφογυρίζουν και χυμίζουν και κτυπούν κατεπάνω στα βουνά, που τους ξαναστέλνουν πίσω και χώνονται μέσα στους κόλπους της στεριάς και ξαναβγαίνουν και περνούν ανάμεσα στα νησιά, σαν πνεύματα και σαν κλέφτες, και σφυρίζουν αδιάκοπα τη λαλιά τους, που είναι μυστήριο. Σπάνια σε κείνα τα μέρη αφήνουν τη θάλασσα ατάραχη οι ανεμοζάλες. Τα νερά της Μαύρης Θάλασσας μαλλώνουν από τις δυό στενωσιές ανάμεσα στις δυό μεγάλες στεριές, Ευρώπη και Ασία. Μαζώνονται κάποτε οι ανέμοι σ' ένα από τα στενά όλοι μαζί μπλεγμένοι και κλώθουν και στριφογυρίζουν και σκίζουν τον αέρα και παλαίβουν αναμεταξύ τους και ξανασκορπίζονται χυμίζοντας άγρια, τρελά και ακράτητα στα πέρατα, λες της γης. Και κάποτε ξαφνικά χάνονται όλοι, σα μαγεμένοι, και μοναχό ένα απαλότατο γλυκό αεράκι χαϊδεύει τη θάλασσα, και σουρώνει τα νερά λαφρίτατα. Και η θάλασσα, τότε γελά. Η γαλήνη τέλεια δεν υπάρχει• ζη πάντα η θάλασσα, όσο και να φαίνεται απ' όξω κοιμισμένη και ασάλευτη. Είναι πάντα έτοιμη να θυμώση, όσο κι αν φαίνεται ήρεμη και γελαστή. Και, άμα θυμώσει αυτή η άξενη θάλασσα, σηκώνει άγρια κύματα και αφρίζει και κτυπά και δέρνει τα ανοιχτά τ' ακρογιάλια. Ανάμεσα στα δυ'ο νησιά, που προβάλουν σε κείνο το μέρος, κάποιος δαίμονας, λέει ο λαός, είναι κρυμένος στης θάλασσας τον πάτο και, άμα θυμώση, αυτός ταράζει και αναστατώνει τα νερά. Εκεί κοντά έχει τη σπηλιά της η θεά η Θέτιδα. Γύρω γύρω γλείφει το νησί η θάλασσα με τα γλυκά της κυματάκια, στη γαλήνη. Γύρω τριγύρω το δέρνει η θάλασσα το νησί, η θυμωμένη, όταν μαλλώνη με τους ανέμους. Γύρω αγκαλιάζει το νησί η θάλασσα το καλοκαίρι και πότε το σφίγγει περισσότερο, πότε κουράζεται και χαλαρώνει λίγο τη δροσερή αγκαλιά της, τη μυρωδιασμένη. Και το χειμώνα είναι λιγώτερο παγωμένη από τον αέρα. Τότε, την αυγή σα δε φυσάη άνεμος βγαίνει ο ήλιος και τη βλέπει, που αχνίζει. Μα, καλοκαιριά, καλοκαιριά, ο,τι και να 'ναι, το έχει στην αγκαλιά της η θάλασσα το νησί και το σφίγγει ολούθε. Μα το νησί ξεπροβάλλει στα ύψη, γυρεύοντας αναπνοή και λευτεριά.
Του νησιού σύνορα είναι η θάλασσα, σύνορα, που ξεκόβουν καθαρά και ξάστερα φαίνονται. Το νησί το ξεμοναχιάζει από τον άλλο κόσμο η θάλασσα και ζη ξεχωριστό, ολάκερο, μοναχό. Εδώ στεριά, εκεί τριγύρω θάλασσα. Από την κορυφή φαίνονται ολοτρόγυρα τα σύνορα βέβαια, ορισμένα, αναμφισβήτητα. Ποιος άνθρωπος μπορεί ποτέ να αμφισβητήση τα σύνορα αυτά; Ποιος μπορεί να αρνηθή τη θάλασσα, τη θάλασσα, που πλάθει ακρογιάλια;
Τον καιρό του μεγάλου κατακλυσμού τα νερά του Εΰξεινου Πόντου άνοιξαν δρόμο από το Βόσπορο και τον Ελλήσποντο. Όλα τα νησιά και όλα τα περιγιάλια των μερών εκείνων πλημμύρισαν, και στο βουνό του νησιού, το ψηλότατο, που μοναχό έμεινε από πάνω από τα νερά, όρμησαν και συνάχτηκαν κατατρομαγμένοι οι άνθρωποι να γλυτώσουν. Καθώς ανέβαιναν τα νερά ολοένα και περισσότερο, προσευχήθηκαν στους θεούς οι άνθρωποι, και αφού γλύτωσαν από τον πνιγμό, στα μέρη, που σταμάτησε η θάλασσα, έστησαν γύρω γύρω στο νησί βωμούς στους μεγάλους θεούς, σημάδια και σύνορα της σωτηρίας. Στους βωμούς αυτούς χιλιάδες χρόνια έπειτα έκαναν ακόμη θυσίες στους θεούς οι άνθρωποι. Τα σημάδια έμειναν και είναι από τον καιρό εκείνο τα σύνορα του νησιού. Μα δεν τα έπλασαν οι άνθρωποι τα σύνορα αυτά. Τα έπλασε η θάλασσα• πώς να τα αμφισβητήσουν; Γι' αυτό τα επικύρωσαν με τα τεχνητά σημάδια τους. Του νησιού τα σύνορα χωρίς την επικύρωση των ανθρώπων υπάρχουν.
Ας σηκώσουν τις άγκυρες τα κράβια των ανθρώπων με τον άγριο βοριά ή με τη μανιασμένη τη νοτιά να τραβήξουν κατά το πέλαγο, κατά τα νησιά ή κατά την αντικρυνή στεριά• θα βουλιάξουν σύξυλα. Γι' αυτό μήνες κάποτε περνούν χωρίς συγκοινωνία οι νησιώτες με τους άλλους ανθρώπους. Και το καλοκαίρι ακόμη ο άνεμος είναι συχνά αγριώτερος, παρ' όσο χρειάζεται για να ταξιδέψουν. Μιλούνε μονάχα αναμεταξύ τους, άνθρωπο ξένο δεν αντικρύζουν και λένε τα δικά τους κι όλο τα δικά τους ξαναλένε. Έτσι γίνονται οι νησιώτες. Ζουν μεταξύ τους και κυτάζουν πάντα κατά τη μεγάλη θάλασσα, μην τους φέρνη κανένα μήνυμα από τους άλλους ανθρώπους. Συνήθισε η ματιά τους να αντικρύζη το πέλαγο και τις μακρινές στεριές με τις πολιτείες και τα ξένα νησιά και ακρογιάλια. Συνήθισε τ' αυτί τους να λογαριάζη τη δύναμη των ανέμων και το θυμό τους. Έμαθαν να υποψιάζονται τη θάλασσα πάντα. Και όταν ακόμη γελάη αυτή, οι νησιώτες μένουνε συλλογισμένοι. Αιώνες πέρασαν έτσι ζωσμένοι από την άξενη θάλασσα και τα άξενα περιγιάλια. Γενεές γενεών πέρασαν και ζουν αναμεταξύ τους οι νησιώτες, ρίχνοντας ματιές στη μεγάλη θάλασσα και ακούοντας τη βοή της και τα βογγητά των ανέμων. Και γίνηκαν άλλοι άνθρωποι.
Οι στεριανοί αναγκάστηκαν να πάρουν βουνά για σύνορα και να χτίσουν κάστρα στις κλεισούρες και στις ράχες σκοπιές. Και αυτών το κράτος ήταν μικρό, σαν το νησί, και από ένα βουνάκι στη μέση του κάμπου Φαίνονταν άλλοτε τα κάστρα όλα τριγύρο και, σαν περιδέραιο, τα βουνά, που ήταν σύνορα.
Άλλοι πάλε έκαμαν τον τόπο τους μεγάλο, που δεν φαίνονται τα σύνορά του και δεν ξέρουν και οι ίδιοι καλά καλά που τελειώνει ο τόπος τους.
Μα τα πλατιά σύνορα δε φανερώνουν πάντα λαό πλατύμαυλο και μεγαλόκαρδο• φανερώνουν μονάχα μεγάλο ανθρωπομάζωμα. Και τα ανθρωπομαζώματα όλο απλώνονται περισσότερο, ξεχάνονται, χαλαρώνεται η σύστασή τους και η ψυχή των ατόμων χαμηλώνει.
Εκείνοι πάλε, που έχουν τα στενά σύνορα και τα βλέπουν οι ίδιοι γύρω τους, περιμαζεύονται, φυλάγονται περισσότερο, συμπυκνώνεται η ψυχή τους, δεν ξεχνούν τον εαυτό τους εύκολα και ανεβαίνουν προς τα ύψη. Γίνονται στριμένοι και ψηλότεροι.
Έτσι και το νησί, που το σφίγγουν ολόγυρα τα σύνορά του, ξεπετιέται προς τα ύψη.
Οι Έλληνες είναι σχεσόν παντού νησιώτες• σχεδόν παντού βλέπουν τα σύνορά τους, τη θάλασσα. Μα η θάλασσα που ξεχωρίζει ανθρώπους απ΄άλλους ανθρώπους, η ίδια τους είναι ανοιχτή για ταξίδια σε τόπους και άλλους τόπους.
Το νησί, ως τόσο, είναι πάντα κάτι ξεχωριστό και ολάκερο. Έτσι το βλέπει κανείς απ΄όξω. Και από την ψηλή του κορυφή πάλι έτσι το βλέπει, ερημικό μέσα στο πέλαγο.
Σε κείνο το μέρος της Άσπρης Θάλασσας, που είναι το νησί και γίνονται από τα παλιά χρόνια σίφωνες, σεισμοί, κατακλυσμοί και καταποντισμοί, μπορεί και το νησί ολάκερο με τα σύνορά του να χαθή. Οι σφουγγαράδες, που βουτούν σε κείνα τα νερά, λέγουν πως ανάμεσα στο νησί και στη στεριά βλέπουν μια βουλιαγμένη πολιτεία. Και οι αρχαίοι αναφέρουν πως εκεί άλλοτε ήτανε νησιά που τα έθαψε η θάλασσα.

Από το βιβλίο του Ίωνα Δραγούμη «Σαμοθράκη το Νησί»
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC 

http://noctoc-noctoc.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

pdf

Πίσω στην κορυφή της σελίδας

Grab this Widget